- ἕκαστος
- 3 каждый, всякий
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἕκαστος — each masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… … Dictionary of Greek
Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἑκαστοτέρω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc comp dual ἕκαστος each masc/neut gen comp sg (doric aeolic) ἑκάς afar comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάστω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc dual ἕκαστος each masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάστων — ἕκαστος each fem gen pl ἕκαστος each masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάστως — ἕκαστος each adverbial ἕκαστος each masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκαστον — ἕκαστος each masc acc sg ἕκαστος each neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάσταις — ἕκαστος each fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάσταισι — ἕκαστος each fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκάστη — ἕκαστος each fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)